μηλεϊνικός

μηλεϊνικός
-ή, -ό
φρ. α) «μηλεϊνικό οξύ»
χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστο δικαρβονικό οξύ, που αποτελεί ισομερές τού βουτενοδιοϊκού οξέος και το οποίο δεν απαντά στη φύση, αλλά παρασκευάζεται βιομηχανικά
β) «μηλεϊνικός ανυδρίτης» — κυκλική οργανική ένωση, εσωτερικός ανυδρίτης τού μηλεϊνικού οξέος που προκύπτει κατά την αφυδάτωση τού οξέος αυτού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαιθυλεστέρες — Εστέρες οργανικών και ανόργανων πολυδύναμων οξέων, όπου δύο όξινα υδροξύλια έχουν αποκατασταθεί από αιθύλιο (C2H5 ). Είναι ενώσεις με διάφορες χρήσεις στην αρωματοποιία, στην οργανική σύνθεση κ.α. ανθρακικός (CH3CH2)2CO3. Εστέρας του ανθρακικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”